- φυσέκι
- τό1) патрон, гильза; 2) динамитный патрон; 3) столбик (монет)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσέκι — το, Ν βλ. φισέκι … Dictionary of Greek
φυσέκι — το (λαθεμένη γραφή), βλ. το ορθό φισέκι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαρμούτσο — το, Ν στήλη μετάλλινων κερμάτων σε χάρτινο περίβλημα, φυσέκι, καρτούτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scaramuccia «αψιμαχία, ακροβολισμός»] … Dictionary of Greek
φισέκι — και φυσέκι και φουσέκι, το, Ν 1. φυσίγγιο 2. (μτφ. με αισχρή σημ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fisek] … Dictionary of Greek
fişic — FIŞÍC, fişicuri, s.n. 1. Teanc de monede metalice aşezate una peste alta şi înfăşurate în hârtie sub forma unui cilindru. 2. (Rar) Cornet de hârtie pentru bomboane, alune etc. – Din tc. fişek. Trimis de romac, 09.03.2006. Sursa: DEX 98 FIŞÍC s … Dicționar Român